- αγγελίζω
- αγγέλισα1. δίνω ελεημοσύνη: Δεν περνούσε απ' το χωριό ζητιάνος που να μην τον αγγελίσει.2. είμαι ωραίος σαν άγγελος: Έναν καιρό ήμουν άγγελος τώρα αγγελίζουν άλλοι (δημ. τραγ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.